πολύτροφος — well fed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτρόφος — ον, Α (με ενεργ. σημ.) 1. αυτός που παρέχει άφθονη τροφή 2. πολύ θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
πολυτροφώτερον — πολύτροφος well fed masc acc comp sg πολύτροφος well fed neut nom/voc/acc comp sg πολύτροφος well fed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτροφον — πολύτροφος well fed masc/fem acc sg πολύτροφος well fed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτροφώτερα — πολύτροφος well fed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτροφώτεραι — πολύτροφος well fed fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτροφώτεροι — πολύτροφος well fed masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτρόφοις — πολύτροφος well fed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτρόφου — πολύτροφος well fed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτρόφους — πολύτροφος well fed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)