πολύτροφος

πολύτροφος
-ον, Α
(με παθ. σημ.) πολύ θρεμμένος, παχύς, εύσαρκος («αἱ δὲ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι διὰ βάρος ἀντιβαίνουσιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. υγρό-τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολύτροφος — well fed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρόφος — ον, Α (με ενεργ. σημ.) 1. αυτός που παρέχει άφθονη τροφή 2. πολύ θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • πολυτροφώτερον — πολύτροφος well fed masc acc comp sg πολύτροφος well fed neut nom/voc/acc comp sg πολύτροφος well fed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτροφον — πολύτροφος well fed masc/fem acc sg πολύτροφος well fed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροφώτερα — πολύτροφος well fed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροφώτεραι — πολύτροφος well fed fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροφώτεροι — πολύτροφος well fed masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρόφοις — πολύτροφος well fed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρόφου — πολύτροφος well fed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρόφους — πολύτροφος well fed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”